ἀπελαύνει

ἀπελαύνει
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
pres ind mp 2nd sg
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
pres ind act 3rd sg
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
pres ind mp 2nd sg
ἀπελαύ̱νει , ἀπελαύνω
drive away
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

  • ξενηλάτης — ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ] …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • ξενηλάτης — ο αυτός που διώχνει, απελαύνει τους ξένους ή εμποδίζει την είσοδό τους στη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”